ερευνώ — ερευνάω / ερευνώ (παρατατ. ούσα), ερεύνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ερευνώ — ερεύνησα, ερευνήθηκα, ερευνημένος 1. αναζητώ, ψάχνω, ανιχνεύω: Πολλά πλοία ερευνούν την περιοχή για την ανεύρεση ναυαγών. 2. εξετάζω με προσοχή, μελετώ: Πολλοί επιστήμονες ερευνούν για να βρουν το φάρμακο κατά του καρκίνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρευνῶ — ἐρευνάω seek pres imperat mp 2nd sg ἐρευνάω seek pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐρευνάω seek pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐρευνάω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐρευνάω seek pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… … Dictionary of Greek
(ε)ξετάζω — εξέτασα, εξετάστηκα, εξετασμένος, μτβ. 1. βλέπω κάτι με προσοχή, ερευνώ προσεκτικά για ανακάλυψη της αλήθειας, ελέγχω κάτι για να το γνωρίσω ή να το καταλάβω καλά: Εξετάζω το καινούριο μηχάνημα. 2. (για δασκάλους), προσπαθώ με γραπτή ή προφορική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
ανερωτώ — ἀνερωτῶ ( άω) (AM) μσν. 1. ερευνώ επίμονα 2. ζητώ να πληροφορηθώ αρχ. ερωτώ, εξετάζω, ερευνώ … Dictionary of Greek
εμβατεύω — ἐμβατεύω (AM) 1. βάζω κάπου το πόδι μου, πατώ 2. επιτίθεμαι ως εχθρός 3. εισδύω στην ψυχή κάποιου, εξετάζω, ερευνώ αρχ. 1. (για πολιούχους θεούς) συχνάζω 2. μπαίνω σε ιερό τόπο 3. περιλαμβάνομαι σε κληρονομιά 4. (για αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω 5 … Dictionary of Greek
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
επιπυνθάνομαι — ἐπιπυνθάνομαι (Α) [πυνθάνομαι] 1. ζητώ πληροφορίες, ερευνώ για να μάθω εκ τών υστέρων 2. ερευνώ ξανά … Dictionary of Greek